εὐδιάζω

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάζω Medium diacritics: εὐδιάζω Low diacritics: ευδιάζω Capitals: ΕΥΔΙΑΖΩ
Transliteration A: eudiázō Transliteration B: eudiazō Transliteration C: evdiazo Beta Code: eu)dia/zw

English (LSJ)

   A calm, still, χειμῶνας Ph.2.567 (metaph.):—in Med., = εὐδιάω, βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος Pl.Ax.370d.    II intr. in Act., to be calm, εὐδιαζούσας ἡμέρας Antig.Mir.150.

German (Pape)

[Seite 1061] = εὐδιάω, K. S.; übertr., βίος ἀσαλεύτῳ ἡσυχίᾳ εὐδιαζόμενος, welches in unerschütterlicher Ruhe behaglich geführt wird, Plat. Ax. 370 c.

Greek Monolingual

και βδιάζω και βιδιάζω (ΑΜ εὐδιάζω) ευδία
(για καιρό) γίνομαι αίθριος, γαληνεύωμόλις βδιάσει θα ξεκινήσουμε»)
μσν.- νεοελλ.
απρόσ. ευδιάζει
γίνεται γαλήνη
αρχ.
1. κάνω κάποιον γαλήνιο, ήσυχο
2. μέσ. εὐδιάζομαι
είμαι γαλήνιος, ηρεμώ.