Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
κ. -θεν (Α) άνευθε1. μακριά, πολύ μακριά2. μακριά από κάτι, αποτραβηγμένος, αποχωρισμένος από κάτι.