καλλίφθογγος
English (LSJ)
ον,
A beautiful-sounding, ᾠδαί E.Ion169 (lyr.); ἱστοί Id.IT222 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1311] schön tönend; ᾠδαί Eur. Ion 169; κιθάρα Herc. Fur. 350; auch ἱστοί, I. T. 221.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίφθογγος: -ον, ὡραῖα ἠχῶν, κιθάρα, ᾠδὴ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 350, Ἴων. 169· ἱστοὶ ὁ αὐτ. Ι. Τ. 222.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au beau son, qui résonne agréablement.
Étymologie: καλός, φθέγγω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καλλίφθογγος, -ον)
αυτός που βγάζει ωραίους φθόγγους, αυτός που ηχεί ωραία («τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)
+ -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. γλυκύ-φθογγος, οξύ-φθογγος].