καλλίφθογγος

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

English (LSJ)

ον,

   A beautiful-sounding, ᾠδαί E.Ion169 (lyr.); ἱστοί Id.IT222 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1311] schön tönend; ᾠδαί Eur. Ion 169; κιθάρα Herc. Fur. 350; auch ἱστοί, I. T. 221.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίφθογγος: -ον, ὡραῖα ἠχῶν, κιθάρα, ᾠδὴ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 350, Ἴων. 169· ἱστοὶ ὁ αὐτ. Ι. Τ. 222.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau son, qui résonne agréablement.
Étymologie: καλός, φθέγγω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλλίφθογγος, -ον)
αυτός που βγάζει ωραίους φθόγγους, αυτός που ηχεί ωραία («τὰς καλλιφθόγγους ᾠδάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)
+ -φθογγος (< φθόγγος), πρβλ. γλυκύ-φθογγος, οξύ-φθογγος].