λίτρα

From LSJ
Revision as of 06:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίτρα Medium diacritics: λίτρα Low diacritics: λίτρα Capitals: ΛΙΤΡΑ
Transliteration A: lítra Transliteration B: litra Transliteration C: litra Beta Code: li/tra

English (LSJ)

ἡ,

   A a silver coin of Sicily, Epich.9, Sophr.72, Diph.71, Posidipp. 8.—On its value v. Arist.Fr.476,510.    II as a weight, 12 ounces, a pound, [Simon.]141, Plb.21.43.19, D.S.14.116, Dsc.1.43, Plu. TG2, J.AJ14.7.1: metaph., λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας having lived a pound of years, i.e. 72 (in late times a pound of gold was coined into 72 pieces), AP10.97 (Pall.).    III measure of capacity, = 1 Italic κοτύλη, Gal.6.287. [ῑ as in Lat. libra; written λείτρα in CIG2040.7 (Bosp.).] (Both λίτρα and Lat. libra prob. from early Italic *līprā.)

German (Pape)

[Seite 54] ἡ, das lateinische libra, nur dorisch, nach Poll. 9, 81 eine Silbermünze in Sicilien, B. A. 105, früher in Korinth gebräuchlich, = 12/3 attische Obolen, nach Arist. bei Poll. 9, 80, = ὀβολὸς Αἰγιναῖος. – Als Gewicht 12 Unzen, in Rom aes librale, vgl. Simonds 39 (VI, 214) u. Pol. 22, 26. – Bei Pallad. 45 (X, 97) ἐτῶν λίτραν ζήσας, ein Pfund Jahre, das sind 72, denn aus einem Pfunde Gold wurden 72 Goldstücke in späterer Zeit geprägt. – Bei Sp. auch die Wage am Himmel.

Greek (Liddell-Scott)

λίτρα: ἡ, ἀργυροῦν Σικελικὸν νόμισμα, Ἐπίχ. 5 Ahr., Σώφρων 26 Ahr., καὶ ἐν Ἀθήναις ἐν τῇ Νέᾳ Κωμῳδία, Δίφιλ. ἐν «Σικελικῷ» 1, Ποσείδιππ. ἐν «Γαλάτῃ» 2, Πολυδ. Δ΄, 173. - Ἡ λέξις λίτρα φαίνεται ἁπλῶς Σικελοελληνικὸς τύπος τοῦ Ρωμαϊκοῦ libra (ἴδε ἐν λέξ. ἐλεύθεροςἐπειδὴ τὸ Ἰταλικὸν νομισματικὸν σύστημα παρελήφθη ἐκ τῶν ἐν Σικελία Δωριέων (πρβλ. νοῦμμος)· Ἡ λίτρα λέγεται παρ’ Ἀριστ. (Ἀποσπ. 436, πρβλ. 467) ὡς δυναμένη Αἰγινήτην ὀβολὸν (τὸ Λατ. libra ἢ as), καὶ ὡς διαιρουμένη ὡς ουτος εἰς 12 οὐγκίας (unciae)· ἕτερα δὲ μέρη αὐτῆς ἦσαν τὸ ἡμίλιτρον (semis), πεντώγκιον (quincunx), τριᾶς (triens), τετρᾶς (quadrans), ἑξᾶς (sextans)· ὑπῆρχεν ὡσαύτως καὶ δεκάλιτρον = decussis ἢ denarius. Ἴδε Bentl. εἰς Φάλαριν σ. 427- 478, Βöckh Metrol. Untersuch. xxi, Mommsen R. H. 1. σ. 210 τῆς Ἀγγλ. μεταφρ. ΙΙ. ὡσαύτως, ὡς τὸ libra, ὡς βάρος, = 12 οὐγκίαις, λίτρα, Ψευδ-Σιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 214, Πολύβ. 22. 26, 19· - μεταφορ., λίτρᾰν ἐτῶν ζήσας, δηλ. ζήσας ἔτη 72 (ἐπειδὴ ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις λίτρα χρυσοῦ ἐκόπτετο εἰς 72 νομίσματα), Ἀνθ. Π. 10. 97. 2) = λιτροδόκη, Φώτ. ΙΙΙ. παρὰ συγγραφεῦσι λίαν μεταγενεστ. = τῇ Λατ. Libra ἐν τῷ Ζωδιακῷ κύκλῳ. [ῑ, ὡς ἐν τῷ Λατ. libra· ἐντεῦθεν φέρεται λείτρα ἔν τινι τοῦ Βοσπ. ἐπιγραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2040. 7.]

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la livre, poids et monnaie :
1 livre de 12 onces (à Rome, as libralis);
2 monnaie d’argent sicilienne de 1,333 obole attique ou éginétique.
Étymologie: DELG terme médit. venant de Sicile, emprunté parallèlement par le lat. libra.

English (Strong)

of Latin origin (libra); a pound in weight: pound.

English (Thayer)

λίτρας, ἡ, a pound, a weight of twelve ounces: Polybius 22,26, 19; Diodorus 14,116,7; Plutarch, Tib. et G. Grac. 2,3; Josephus, Antiquities 14,7, 1; others.)

Greek Monolingual

η (AM λίτρα)
νεοελλ.
1. παλαιά ονομασία του λίτρου
2. βυζαντινή μονάδα βάρους τών νομισμάτων της αυτοκρατορίας ίση με 327,456 γραμμάρια
νεοελλ.-μσν.
βενετικό νόμισμα ίσο με το 1 / 6 του δουκάτου
μσν.
μονάδα επιφανείας ίση με το 1 / 40 του μοδίου
μσν.-αρχ.
ρωμαϊκό μέτρο βάρους ίσο με 12 ουγγιές
αρχ.
1. αργυρό σικελικό νόμισμα
2. μέτρο χωρητικότητας ίσο με μία ιταλική κοτύλη
3. (κατά τον Φώτ.) η λιτροδόκη
4. ο αστερισμός του Ζυγού
5. φρ. «λίτραν ἐτῶν ζήσας» — λεγόταν για κάποιον που έζησε 72 χρόνια (διότι από μία λίτρα χρυσού κόβονταν 72 χρυσά νομίσματα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεσογειακή λ., πιθ. από τη Σικελία, που ανάγεται σε τ. līprā. Εκ παραλλήλου με την Ελληνική, τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή lībra.
ΠΑΡ. αρχ. λιτραίος, λιτριαίος, λιτρίζω.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) αρχ. λιτροδόκη, λιτροσκόπος
μσν.
λιτροβουλής, λιτρόμηλον. (Β' συνθετικό) αρχ. δεκάλιτρος, ημιλίτριον, ημίλιτρον, πεντάλιτρος.