μεσοτοιχία
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
Greek Monolingual
η μεσότοιχος
1. κοινός τοίχος που χωρίζει δύο οικοδομήματα ή δύο οικόπεδα
2. (νομ.) το δικαίωμα να έχει κάποιος κοινό τοίχο με έναν γειτονικό ιδιοκτήτη
3. αποζημίωση που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη για τη χρήση της μεσοτοιχίας από κάποιον άλλο.