μεσοτοιχία

From LSJ
Revision as of 06:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 431

Greek Monolingual

η μεσότοιχος
1. κοινός τοίχος που χωρίζει δύο οικοδομήματα ή δύο οικόπεδα
2. (νομ.) το δικαίωμα να έχει κάποιος κοινό τοίχο με έναν γειτονικό ιδιοκτήτη
3. αποζημίωση που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη για τη χρήση της μεσοτοιχίας από κάποιον άλλο.