ακουαμαρίνα

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source

Greek Monolingual

ή ακουαμαρίνης (Ορυκτολ.)
ορυκτό με χημικό τύπο Al2Be3 (Si6O18) που είναι ποικιλία της βηρύλλου με απαλό γαλάζιο έως γαλαζοπράσινο χρώμα. Αποτελεί ημιπολύτιμο έως πολύτιμο λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aquamarine < λατ. aqua marina «θαλασσινό νερό»].