Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
ἀκρόπηλος, -ον (Α)αυτός του οποίου η επιφάνεια είναι γεμάτη πηλό, λάσπη·[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + πηλός].