αληθογνωσία
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
Greek Monolingual
η (Α ἀληθογνωσία)
η γνώση της αλήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + -γνωσία (< -γνωτος < γιγνώσκω)].