αλληλοσκοτώνομαι
From LSJ
1. χτυπιέμαι θανάσιμα από κάποιον και ταυτόχρονα τον χτυπώ και εγώ, αλληλοφονεύομαι
2. (για ομάδες) έρχομαι σε ένοπλη ρήξη
3. (για άτομα) συμπλέκομαι με άλλον ή άλλους, τσακώνομαι, μαλώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο- + σκοτώνω (-ομαι).
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοσκοτωμός].