ηκόλλα που παρασκευάζεται από άμυλο, αλευρόκολλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άμυλο(ν) + κόλλα, απαντά δε για πρώτη φορά στο έγγραφο «Κανονισμός Ολυμπίων», το 1888].