αναγκεμένος

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246

Greek Monolingual

-η, -ο αναγκεύω
1. αυτός που έχει πολλές ανάγκες, που πιέζεται από πολλές ανάγκες, ο φτωχός
2. αυτός που πάσχει από ανίατη ή βαριά ασθένεια, ο άρρωστος
3. φρενοβλαβής, ανισόρροπος.