αναδενδράδα
Greek Monolingual
και αναδεντράδα, η (Α ἀναδενδράς, -άδος)
1. αμπέλι που αναρριχάται σε τοίχο, σε δέντρα ή τεχνητό ικρίωμα, κληματαριά, κρεβατίνα
2. σκιάδα, σύσκιο κάτω από αναρριχητικά φύτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + δενδράς.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναδενδρίτης, ἀναδενδροῦμαι
μσν.
ἀναδενδράδιον.