αναδενδράδα

Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και αναδεντράδα, η (Α ἀναδενδράς, -άδος)
1. αμπέλι που αναρριχάται σε τοίχο, σε δέντρα ή τεχνητό ικρίωμα, κληματαριά, κρεβατίνα
2. σκιάδα, σύσκιο κάτω από αναρριχητικά φύτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + δενδράς.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναδενδρίτης, ἀναδενδροῦμαι
μσν.
ἀναδενδράδιον.