αναλήθεια

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ανακρίβεια, πλάνη, ψέμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναληθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς και χρησιμοποιείται συχνά προς αποφυγή της λ. ψεύδος, ψέμα που μπορεί να θεωρηθεί προσβλητική για τον συνομιλητή.