ἀναρχία

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρχία Medium diacritics: ἀναρχία Low diacritics: αναρχία Capitals: ΑΝΑΡΧΙΑ
Transliteration A: anarchía Transliteration B: anarchia Transliteration C: anarchia Beta Code: a)narxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A lack of a leader, ἀναρχίης ἐούσης since there was no commander, Hdt.9.23; οὐκ ἐρεῖτ' ἀ. A.Supp.906.    II lawlessness, anarchy, δημόθρους ἀναρχία Id.Ag.883, cf. Th.6.72; ἀ. καὶ ἀνομία Pl. R.575a; opp. ἐλευθερία, 560e; ἀ. καὶ ἀταξία Arist.Pol.1302b29; ἀ. δούλων καὶ γυναικῶν their independence, ib. 1319b28.    III at Athens, a year during which there was no archon, X.HG2.3.1, Arist.Ath. 13.1.    IV not holding office, Arr.Epict.3.20.17.

German (Pape)

[Seite 206] ἡ, Mangel an Befehlshabern, Herrenlosigkeit, Her. 9, 23; vgl. Aesch. Suppl. 888; Xen. An. 3, 2, 29. Bes. Ungehorsam gegen den Herrscher, Aesch. Spt. 1021 Ag. 857 Soph. Ant. 668; übh. Mangel an geordneter Regierung, Anarchie, neben ἀνομία Plat. Rep. IX, 575 a VIII, 560 ff u. Sp. In Athen hieß so bes. das Jahr (Ol. 94, 1) unter den 30 Tyrannen, wo kein Archon war, Xen. Hell. 2, 3. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρχία: ἡ, (ἄναρχος) ἔλλειψις ἀρχηγοῦ, ἄρχοντος, ἀναρχίης ἐούσης, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχεν ἀρχηγός, Ἡρόδ. 9. 23· οὐκ ἐρεῖτ’ ἀν. Αἰσχύλ. Ἱκ. 906. ΙΙ. ἡ κατάστασις λαοῦ διατελοῦντος ἄνευ νομίμου ἀρχῆς, δημόθρους ἀναρχία Αἰσχύλ. Ἀγ. 883, πρβλ. Θουκ. 6. 72· ἀν καὶ ἀνομία, ἀν. καὶ ἀσωτία Πλάτ. Πολ. 575Α, 560Ε· ἀν. καὶ ἀταξία Ἀριστ. Πολ. 5. 3, 5· ἀν. δούλων καὶ γυναικῶν, ἡ ἀνεξαρτησία αὐτῶν, αὐτόθι 6. 4, 20. ΙΙΙ. ἐν Ἀθήναις τὸ ὄνομα τοῦτο ἐδόθη εἰς τὴν περίοδον καθ’ ἣν ἦρχον οἱ τριάκοντα τύραννοι (404 π.Χ.), ὅτε δὲν ὑπῆρχεν ἄρχων, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 1, πρβλ. Οὐολφ. Προλεγ. εἰς Δημ. πρὸς Λεπτίν. σ. CXXVIII.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 absence de chef, état d’un peuple (régulièrement) sans chef;
2 en mauv. part manque de chef ou d’autorité, anarchie;
3 à Athènes l’année sans archontes, càd celle des 30 Tyrans.
Étymologie: ἄναρχος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
I 1falta de jefe οὐκ ἐρεῖτ' ἀναρχίαν no diréis que no hay jefe A.Supp.907, ἀναρχίης ἐούσης no habiendo jefe Hdt.9.23.
2 anarquía, desgobierno δημόθρους ἀναρχία A.A.883, ἀξύντακτος ἀ. Th.6.72, ἀναρχίᾳ καὶ ἀνομίᾳ Pl.R.575a, junto a ἀταξία Arist.Pol.1302b29, cf. A.Th.1030, E.Hec.607, Antipho Soph.B 61
libertinaje πᾶς γὰρ ἄνθρωπος ἀναρχίας πλαρωθείς Hippod.p.13, ἀ. δούλων καὶ γυναικῶν Arist.Pol.1319b28
medic. desarreglo fisiológico Gal.19.192.
3 año sin arcontado en Atenas X.HG 2.3.1, Arist.Ath.13.1, en Tasos Thasos 1.28.37 (IV a.C.).
II hecho de no desempeñar cargos políticos ἂν ὑπολάβω ... περὶ ἀναρχίας si opino sobre la vida privada Arr.Epict.3.20.17, cf. 4.6.2.
III 1falta de causa primera Hippol.M.10.837B.
2 no creencia en la causa primera, ateísmo τρεῖς αἱ ... δόξαι περὶ Θεοῦ, ἀ. καὶ πολυαρχία καὶ μοναρχία Gr.Naz.M.36.76A.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀναρχία)
κατάσταση ενός λαού που δεν έχει πλέον κυβέρνηση ή του οποίου η κυβέρνηση στερείται της αναγκαίας εξουσίας για να γίνει ρυθμιστής των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών ανταγωνισμών ή για να μπορέσει να επιβάλει τη μία από τις αντιμαχόμενες ομάδες ή τάξεις στις άλλες
νεοελλ.
1. έλλειψη κανόνων που να εγγυώνται την ευταξία, την ευρυθμία, την αρμονία, την ισορροπία
2. ανωμαλία, σύγχυση
3. κοινωνικοπολιτική ιδεολογία που αρνείται κάθε μορφή εξουσίας, ο αναρχισμός
αρχ.
1. ολοκληρωτική έλλειψη αρχής
2. απείθεια, ανυπακοή στους νόμους και τους άρχοντες
3. η άνομη ή παράνομη κυβέρνηση
4. (στην Αθήνα) η περίοδος της διακυβέρνησης των Τριάκοντα Τυράννων το 404-403 π.Χ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άναρχος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναρχικός, αναρχισμός].