άντληση

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

η (Α ἄντλησις)
νεοελλ.
1. η λήψη υγρού με αντλία
2. η λήψη, το να παίρνει κανείς κάτιάντληση νέων πόρων»)
αρχ.
1. λήψη νερού
2. εκκένωση, άδειασμα.