ἀπόκαρσις
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
German (Pape)
[Seite 305] ἡ, das Abscheeren, die Tonsur, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκαρσις: -εως, ἡ, (κείρω) τὸ ἀποκείρειν, κουρά, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
rapado, cortedel pelo ἡ ... τῶν τριχῶν ἀ. ἐμφαίνει τὴν καθαρὰν ... ζωήν Dion.Ar.M.3.536A, cf. Procop.Gaz.M.87.880A.
Greek Monolingual
ἀπόκαρσις, η (AM) αποκείρω
το κόψιμο των μαλλιών
μσν.
η τελετή της κουράς κατά την περιβολή του μοναχικού σχήματος.