αποκλήρωση

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν νυκτὶ βουλὴ τοῖς σοφοῖσι γίγνεται → A nocte sapiens capere consilium solet → Die Weisen überkommt des Nachts ein guter Plan

Menander, Monostichoi, 150

Greek Monolingual

η (Α ἀποκλήρωσις)
νεοελλ.
η στέρηση του δικαιώματος κληρονομιάς από νόμιμο κληρονόμο
αρχ.
1. η εκλογή με κλήρο
2. επιπόλαια εκλογή, στην τύχη
3. ο παραλογισμός («τίς ἡ ἀποκλήρωσις;» — τι το παράλογο υπάρχει;)
[ΕΤΥΜΟΛ. < αποκληρώ (-ώνω). Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Ιόνιους Κώδικες].