απομάσσω
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
Greek Monolingual
ἀπομάσσω (AM) μάσσω
Ι. 1. σφουγγίζω, καθαρίζω με σφουγγάρι
2. (στη μέτρηση σιτηρών) ισιώνω με το απόμακτρον την επιφάνεια των δημητριακών που βρίσκονται σε μετρητή χωρητικότητας
3. παίρνω αποτύπωμα
II. (-ομαι)
1. αφαιρώ, αποβάλλω
2. σκουπίζω τα χέρια μου με την ψίχα ψωμιού
3. σχηματίζω εντύπωση, παίρνω για πρότυπο, ξεσηκώνω, μιμούμαι.