απύρωτος

From LSJ
Revision as of 06:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπύρωτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει πυρωθεί ή ζεσταθεί
αρχ.
1. (για σκεύη) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος, καινούργιος
2. άβραστος, αμαγείρευτος
3. φρ. «απύρωτος σελήνη» (για τη σελήνη σε έκλειψη).