αρχαιοπαράδοτος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀρχαιοπαράδοτος, -ον)
αυτός που έχει παραδοθεί από παλιά, ο παραδοσιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + παραδοτός < παραδίδωμι.
-η, -ο (Μ ἀρχαιοπαράδοτος, -ον)
αυτός που έχει παραδοθεί από παλιά, ο παραδοσιακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + παραδοτός < παραδίδωμι.