κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
ἀρτίκολλος, -ον (Α)1. αυτός που κολλιέται ακριβώς σε κάτι, ο εφαρμοστός2. μτφ. ταιριαστός.