αὐτίτης

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτίτης Medium diacritics: αὐτίτης Low diacritics: αυτίτης Capitals: ΑΥΤΙΤΗΣ
Transliteration A: autítēs Transliteration B: autitēs Transliteration C: aftitis Beta Code: au)ti/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (

   A αὐτόσ by oneself, alone, Arist.Fr.668.    II as Subst., αὐτίτης (sc. οἶνος), ὁ, home-made wine, Telecl.9, Polyzel.1, Hp.Morb.3.14.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (αὐτὸς) ὁ καθ’ ἑαυτόν, μονήρης, Ἀριστ. παρὰ Δημ. Φαλ. 144. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., αὐτίτης (ἐνν. οἶνος) ὁ, αὐθιγενής, ἐντόπιος, ἐπιχώριος, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 9, ἀπαράχυτος, ἀμιγής, ἁγνός, «οἶνος αὐτίτην τὸν ἀπαράχυτον ὡς καὶ Πολύζηλος ἐν Δημοτυνδάρεῴ φησιν» Ἀποσπ. Κωμ. Meineke τόμ. Β΄, σ. 477˙ ἔκδ. ἐλάσσων, Ἱππ. 492. 4.

Spanish (DGE)

-ου
1 solitario αὐ. καὶ μονώτης εἰμί Arist.Fr.668, cf. Demetr.Eloc.164, Ἀριστοτέλης τὸν αὐτίτην (ἔφη) οἷον τὸν μόνον ὄντα Demetr.Eloc.97.
2 ὁ αὐ. (sc. οἶνος) vino del país, vino de la tierra Telecl.9, Polyzel.1.
3 del mismo año οἶνος αὐ. vino nuevo Hp.Morb.3.14, Hp. en Gal.19.87; cf. αὐτοετίτης.

Greek Monolingual

αὐτίτης, ο (Α) αυτός
1. μόνος του, από μόνος του
2. ως ουσ. (για κρασί) σπιτικό κρασί.