αὐτόπτης

From LSJ
Revision as of 06:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόπτης Medium diacritics: αὐτόπτης Low diacritics: αυτόπτης Capitals: ΑΥΤΟΠΤΗΣ
Transliteration A: autóptēs Transliteration B: autoptēs Transliteration C: aftoptis Beta Code: au)to/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A seeing oneself, eyewitness, Hdt.2.29, 3.115, al., Pl.Lg.900a, Euang.1.4, Din.3.15, D.22.22, etc.:— fem. αὐτόπτις, ἡ, Sch.Il.Oxy.1086.96.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόπτης: -ου, ὁ, ὁ ἰδίοις ὄμμασι βλέπων, Ἡρόδ. 2. 29., 3. 115, κ. ἀλλ., Πλάτ. Νόμ. 900A, Εὐάγγελος ἐν «Ἀνακαλυπτομένῃ» 1. 4. - εὕρηται καὶ θηλ. αὐτόπτις ἐν τοῖς εἰς Ἰλιάδα Σχολίοις, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui voit de ses propres yeux, témoin oculaire.
Étymologie: αὐτός, ὄψομαι.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Morfología: [jón. gen. -εω Hdt.3.115]
1 testigo ocular o presencial op. ἀκοῆς ἱστορέων: μέχρι ... Ἐλεφαντίνης πόλιος αὐ. ἐλθών Hdt.2.29, τοῦτο δὲ οὐδενὸς αὐτόπτεω γενόμενον δύναμαι ἀκοῦσαι Hdt.l.c., cf. X.HG 6.2.31, αὐτὸς αὐτόπτης siendo testigo tú mismo op. δι' ἀκοῆς αἰσθόμενος Pl.Lg.900a, ἢ αὐ. ἐφεώρα ἢ ... πέμπων φανερὸς ἦν τοὺς θεραπεύσοντας o bien se ocupaba él personalmente, o se le veía enviar a quienes los atendiesen X.Cyr.5.4.18, τὰ δὲ παρὰ τῶν αὐτοπτῶν πεπυσμένοι y otros testimonios por haberlos obtenido de testigos oculares op. a informes obtenidos de archivos, D.S.3.38, αὐτόπτην μάχιμον ἐφ' ἡμᾶς ἀποστείλας PSI 1314.9 (I a.C.), Σέργιος αὐτόπτης μυστιπόλος τριάδος AP 9.806
frec. como pred. de γίγνεσθαι o εἶναι: Φαῦστος ποιμὴν αὐτόπτης γενόμενος τοὺς παῖδας ἀνέτρεψε Aristid.Mil.16, ἀλλὰ ψυχῆς ταρασσομένης τὸ αὐτόπτην ἐθέλειν γενέσθαι sino que es propio de un alma turbada el querer ser testigo ocular Sch.Er.Il.22.463, op. ἐξ ἀκοῆς: αὐ. γεγονότες μετ' ἐπιστάσεως ἀποφαινόμεθα Plb.10.11.4, ἱκανὴν δὲ πίστιν ἐπάγει τοῖς λόγοις ὡς αὐτόπτης ὤν Sch.Er.Il.4.470, cf. 473
c. gen. οὐ γὰρ οἷον τ' ἐνίων αὐτόπτας ἐστὶ καταστῆσαι D.22.22, οὐκ αὐτόπται ἐστὲ τῶν ὑπὸ τούτου γεγενημένων ἀδικημάτων; Din.3.15, καὶ τούτου αὐτόπται γεγένηνταί τινες Arist.HA 620b23, τῶν πλείστων (πράξεων) Plb.3.4.13, cf. I.Ap.1.55, τῶν ἐμῶν κακῶν Charito 1.4.7, οἱ ... αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου Eu.Luc.1.2, οἱ μὲν γὰρ αὐτόπται γεγόνεσαν ἀγομένης Hld.8.9.10, τῆς ναυμαχίας D.C.48.18.4, διὰ τὸ μηδένα τῶν λεγομένων αὐτόπτην παρεῖναι I.BI 3.432
que supervisa o vigila él mismo αὐτοὶ (πατέρες) τῆς τούτων (υἱῶν) μαθήσεως οὔτ' αὐτόπται γίγνονται τὸ παράπαν οὔτ' αὐτήκοοι Plu.2.9c, de Príamo Ἕκτορος δὲ αὐτόπτην ἐᾷ ἐπὶ τῷ τὸν οἶκτον αὔξειν Sch.Er.Il.3.305a.
2 partícipe ἐπεὶ δ' οἱ μὲν αὐτόπται τῶν δεινῶν ἐκ τοῦ ζῆν ἐξεχώρησαν pero una vez que los (gálatas) partícipes de los desastres habían abandonado la vida Plb.2.21.2
que capta por sí mismo una cosa, que se da cuenta τίς οὐκ ἂν αὐ. δόξειε γενέσθαι τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἀσεβείας; ¿quién no parecería percibir de inmediato la impiedad hacia los dioses? Plb.15.20.4.

English (Strong)

from αὐτός and ὀπτάνομαι; self-seeing, i.e. an eye-witness: eye-witness.

English (Thayer)

ἀυτοπτου, ὁ (αὐτός, ὈΠΤΩ), seeing with one's own eyes, an eye-witness (cf. ἀυτηκως one who has himself heard a thing): Herodotus down.)

Greek Monolingual

ο (AM αὐτόπτης, ο, θηλ. αὐτόπτις, η)
αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ-(ο)- + -οπτης < οπ-, όπωπα (παρακμ. του ορώ) (πρβλ. επόπτης, υπερόπτης)].