αὔξη

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔξη Medium diacritics: αὔξη Low diacritics: αύξη Capitals: ΑΥΞΗ
Transliteration A: aúxē Transliteration B: auxē Transliteration C: ayksi Beta Code: au)/ch

English (LSJ)

ἡ,

   A = αὔξησις, dub. l. in Hp.Nat.Puer.16, the form preferred by Pl.; σώματος αὔ. καὶ φθίσις R.521e; τὴν γένεσιν καὶ αὔξην καὶ τροφήν ib.509b, cf. Chrysipp.Stoic.2.157: also in pl., Pl.Phlb.42d.    II dimension, ἡ τῶν κύβων αὔ. Id.R.528b.

German (Pape)

[Seite 394] ἡ, Zuwachs, Vergrößerung, καὶ τροφή Plat. Tim. 44 b; Ggstz φθίσις Rep. VII, 521 c; φθορά Legg. X, 894 b; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

αὔξη: ἡ = αὐξησις, Ἱππ. 238. 4, καὶ σχεδὸν ἀποκλειστικῶς ἐν χρήσει παρὰ Πλάτωνι, σώματος αὔξῃ καὶ φθίσις Πολ. 521Ε· τὴν γένεσιν καὶ αὔξῃν καὶ τροφὴν αὐτόθι 509Β· ὡσαύτως κατὰ πληθ. αὐτ. Φιλ. 42D. II. διάστασις, ὀρθῶς δὲ ἔχει ἑξῆς μετὰ δευτέραν αὔξην τρίτην λαμβάνειν Πλάτ. Πολ. 528Β. Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Α. Β. 464.3, πρβλ. Ἀνέκδ. Ὀξ. τ. 3, σ. 249.2.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
croissance.
Étymologie: αὔξω.
Ant. φθίσις.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 crecimiento ὅ τι ἂν ... οἱ αὔξη ἐγγένηται Hp.Nat.Puer.16, cf. Genit.2.3, 9.1, Mul.1.21, σώματος αὔ. καὶ φθίσις Pl.R.509b, τὸ τῆς αὔξης καὶ τροφῆς ... ῥεῦμα Pl.Ti.44b, αὔξης ἡ ἐπιρροὴ αἰτία κέρασι Ael.NA 12.20, cf. Arist.Cael.310a20, Porph.Sent.44
aumento en plu., Pl.Phlb.42d, Chrysipp.Stoic.2.157.
2 geom. dimensión μετὰ δευτέραν αὔξην τρίτην λαμβάνειν Pl.R.528b, περὶ τὴν τῶν κύβων αὔξην Pl.R.528b, τὴν βάθους αὔξης μέθοδον Pl.R.528d, οὐδ' ἐπὶ πρώτης καὶ δευτέρας καὶ τρίτης αὔξης κοινόν τι ἔσται no habrá nada en común en la primera, segunda y tercera dimensión Plot.6.3.13, τρίτη αὔ. Procl.in Euc.39.20.

Greek Monolingual

αὔξη, η (Α) αύξω
1. η αύξηση
2. η διάσταση.