τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures
-η, -ο (Α ἄφλεβος, -ον, Μ ἀφλεβής, -ές) φλεψ1. αυτός που δεν έχει φλέβες2. αυτός που δεν έχει εμφανείς τις φλέβες.