βελάζω

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

και μπελάζω
1. (για πρόβατα και γίδια) βγάζω τη χαρακτηριστική φωνή μπε, μπε
2. (για άνθρωπο) α) σκούζω, θρηνώ
β) ζητώ κάτι μ' επιμονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένο ρ. από το βε ή μπε, χαρακτηριστικό της φωνής των προβάτων].