βάρος
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
[ᾰ], ους, Ion. εος, τό,
A weight, Hdt.2.73, etc. II a weight, burden, load, τέκνων A.Ch.1000, etc.; β. περισσὸν γῆς S.Fr.945: pl., βάρη weights, Arist.Mech.850a30. III oppressiveness, τὸ τῆς ὀσμῆς ἀφόρητον β. LXX 2 Ma.9.10; βάρος φέρειν to give trouble, τινί POxy.1062.14 (ii A.D.). IV heaviness, torpor, β. ναρκῶδες Plu. 2.345b; σπληνὸς βάρεα Hp.Acut. (Sp.) 4; βάρη καὶ δυσαρεστήματα perh.feeling of oppression, Antyll. ap. Stob.4.37.15. V metaph., heavy weight, σιγῆς β. S.Ant.1256; βάρος πημονῆς, συμφορᾶς, Id.El. 939, Tr.325; χρὴ τοῦ βάρους μεταδιδόναι τοῖς φίλοις X.Mem.2.7.1; ὥσπερ βάρους μεταλαμβάνειν Arist EN1171a31; τὰ β. ὅσα ψυχὴν καθέλκοι Ph.2.674: hence alone, grief, misery, A.Pers.946(lyr., pl.), S. OC409; κεφαλῆς πόνος καὶ β. Arist.HA603b8; τὸ β. ἔχειν Id.EN 1126a23; ἐν συνοχαῖς καὶ βάρεσι Vett.Val.292.6; of oppressive demands, β. τῶν ἐπιταγμάτων, τῶν φόρων, Plb.1.31.5, 1.67.1; τῆς λειτουργίας BGU159.5 (iii A. D.); οὐκέτι δυνάμεθα φέρειν τὰ β. SIG888.67(Thrace, iii A. D.); κουφίσαι τὰ β. PGiss.7.13 (ii A. D.). VI in good sense, abundance, πλούτου, ὄλβου, E.El.1287, IT416; αἰώνιον β. δόξης 2 Ep.Cor.4.17; strength, στρατοπέδων Plb.1.16.4; β. τῆς ὑλακῆς violence of... Alciphr.3.18. VII weight, influence, Plb.4.32.7, D.S.19.70, Plu.Per.37, etc.; gravity, dignity of character, Id.2.522e; opp. χάρις, Id.Demetr.2. VIII Gramm., stress of accent, A.D. Synt.98.1. IX in Music, = βαρύτης, low pitch, Aristid.Quint.1.11.
German (Pape)
[Seite 433] τό, dic Schwere, Last, Plat. Phaed. 117 a u. öfter; στολῆς Xen. Cyr. 3, 3, 42 u. sonst; Schiffsfracht, Pol. 1, 61; übertr. a) πλούτου Soph. Ai. 130, wo Einige βάθος lesen; Eur. El. 1287; Fülle des Reichthums; Plut. Alex. 48; ὄλβου Eur. I. T. 416. – b) Stärke, στρατοπέδων Pol. 1, 16; συντάξεως 2, 3; öfter; ὑλαγμάτων Alciphr. 3, 18, heftiges Gebell; Macht, Einfluß, Pol. 4, 32; καὶ μέγεθος τῆς ἀρετῆς Plut. Phoc. 3; vgl. Demetr. 2 u. öfter. – c) Last, Druck, Kummer, Aesch. Pers. 907; πημονῆς Soph. El. 927, u. öfter Tragg.; vgl. Xen. Mem. 2, 7, 1; Arist. Eth. Nic. 9, 11. Aehnl. ἐπιταγμάτων 1, 31; φόρων 1, 67. S. auch βαρύ.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
pesanteur, poids :
I. en mauv. part charge, fardeau ; fig. en parl. d’ordres, d’impôts, etc. : σίγης βάρος SOPH silence qui pèse ; βάρος πημονῆς SOPH poids de la douleur ; abs. malheur, infortune;
II. en b. part;
1 plénitude, abondance (de fortune, de bonheur, etc.);
2 puissance, crédit, autorité;
3 gravité.
Étymologie: cf. βαρύς.
Spanish (DGE)
-ους, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [jón. gen. -εος Hdt.2.73]
I 1peso τωὐτὸ β. Hdt.l.c.
•cuerpo pesado ἡ ἰσχὺς πρὸς τὸ βάρος Arist.Ph.250a9, βάρη Arist.Mech.850a30, de mujeres ἀποθέσθαι τὸ βάρος dar a luz, PBremen 63.4, 18 (II d.C.), Artem.5.30, θηκαμένη τε βάρος y habiendo dado a luz, SEG 8.802 (Egipto, heleníst.)
•peso, carga τέκνων A.Ch.992, βάρος περισσὸν γῆς S.Fr.945.
2 fig. peso, carga, dureza σιγῆς S.Ant.1256, πημονῆς S.El.939, συμφορᾶς S.Tr.325, χρὴ τοῦ βάρους μεταδιδόναι τοῖς φίλοις X.Mem.2.7.1, ὥσπερ βάρους μεταλαμβάνειν Arist.EN 1171a31
•pena A.Pers.945, S.OC 409, τὸ βάρος ἔχουσιν Arist.EN 1126a23, τὸ βάρος τῆς ἡμέρας la fatiga del trabajo cotidiano, Eu.Matt.20.12, ἐν συνοχαῖς καὶ βάρεσι Vett.Val.279.21
•de exigencias e imposiciones βάρος τῶν ἐπιταγμάτων Plb.1.31.5, βάρος τῶν φόρων Plb.1.67.1, βάρος τῆς λειτουργίας BGU 159.5 (III d.C.)
•gener. molestia εἰ δὲ τοῦτό σοι βάρος φέρει POxy.1062.14 (II d.C.)
•tasa de arriendo estatal, PGiss.7.13 (II d.C.), IGBulg.4.2236.74 (Apolonia III d.C.), PMasp.6re.4 (VI d.C.).
3 fisiol. pesadez βάρος ἐν τοῖς σκέλεσι Pl.Phd.117a, κεφαλῆς πόνος καὶ βάρος Arist.HA 603b8, βάρος ὤτων Porph.Abst.4.8, κακῆς ὠδῖνος ... βάρος Lyc.477, τὸ τῆς ὀσμῆς ἀφόρητον βάρος LXX 2Ma.9.10, βάρος ναρκῶδες Plu.2.345a
•en plu. molestias σπληνὸς βάρεα Hp.Acut.(Sp.) 4, βάρη καὶ δυσαρεστήματα sentido de opresión Antyll. en Stob.4.37.15.
II 1en buen sent. abundancia ὄλβου E.IT 416, αἰώνιον βάρος δόξης 2Ep.Cor.4.17.
2 fuerza στρατοπέδων Plb.1.16.4
•violencia τῆς ὑλακῆς Alciphr.2.15.1
•fig. influencia, poder, autoridad πρὸς τὸ βάρος τὸ Λακεδαιμονίων Plb.4.32.7, Plu.Per.37, ἐν βάρει εἶναι tener autoridad 1Ep.Thess.2.7.
3 gravedad, dignidad τῶν ῥημάτων Ar.Ra.1367, del lenguaje, D.H.Dem.34, en sent. estético op. χάρις Plu.Demetr.2, D.H.Comp.23.7, de carácter, Plu.2.522e.
4 gram. fuerza del acento, Aristid.Quint.21.22.
5 mús. tono grave Aristid.Quint.23.8.
English (Abbott-Smith)
βάρος, -εος, τό, [in LXX: Jg 18:21 (כּבד), Jth 7:4, Si 13:2, II Mac 9:10, III Mac 5:47*;]
weight;
(a)a weight, burden, lit. and metaph.: Mt 20:12, Ac 15:28, II Co 4:17, Re 2:24; ἀλλήλων τὰ β., one another's faults, Ga 6:2; ἐν β., burdensome: I Th 2:6, R, txt., but v. infr.;
(b)in late Gk. (Soph., Lex., s.v.), dignity, authority: ἐν βάρει, I Th 2:6 (R, mg.; v. Milligan, ICG, in l.).† SYN.: ὄγκος, an encumbrance; φορτίον, a burden, that which is borne.
English (Strong)
probably from the same as βάσις (through the notion of going down; compare βάθος); weight; in the New Testament only, figuratively, a load, abundance, authority: burden(-some), weight.
English (Thayer)
βαρέος, τό, heaviness, weight, burden, trouble: load, ἐπιτιθεναι τίνι (Xenophon, oec. 17,9), to impose upon one cult requirements, βάλλειν ἐπί τινα, Isaiah , 'I put upon you no other injunction which it might be difficult to observe'; cf. Düsterdieck at the passage); βαστάζειν τό βάρος τίνος, i. e. either the burden of a thing, as τό βάρος τῆς ἡμέρας the wearisome labor of the day Isaiah , 'bear one another's faults'). αἰώνιον βάρος δόξης a weight of glory never to cease, i. e. vast and transcendent glory (blessedness), Winer's Grammar, § 34,3; (πλούτου, Plutarch, Alex. M. 48). weight equivalent to authority: ἐν βαρεῖ εἶναι to have authority and influence, Diodorus Siculus 4,61; (examples in Suidas under the word)). (Synonyms: see ὄγκος.)
Greek Monolingual
το (πληθ. βάρη και βάρητα, τα) (AM βάρος)
1. φόρτωμα
2. δυσάρεστο αίσθημα
3. οικονομική υποχρέωση
4. βαρύτητα, αξία
5. πίεση, στενοχώρια
6. θλίψη, λύπη
μσν.- νεοελλ.
1. ενοχή
2. αυστηρή εντολή
3. αρρώστια
νεοελλ.
1. η βαρυτική δύναμη, η έλξη που ασκείται σ' ένα σώμα λόγω της παρουσίας ενός δεύτερου σώματος μεγάλης μάζας, όπως είναι η Γη
2. ορισμένη συμπεριφορά που επιβάλλεται σε κάποιον με σύμβαση ή απευθείας από τον νόμο και που δεν μπορεί να εκβιαστεί με αγωγή αλλά που η μη τήρησή της συνεπάγεται ορισμένες δυσμενείς επιπτώσεις για τον βαρυνόμενο
3. φρ. «ειδικό βάρος» — όρος που δηλώνει το βάρος μία ουσίας ανά μονάδα όγκου
4. «βάρος απόδειξης» — η υποχρέωση των διαδίκων ν' αποδείξουν τους ισχυρισμούς τους
5. «άρση βαρών» — άθλημα στο οποίο ο αθλητής ανυψώνει μετάλλινη ράβδο στα άκρα της οποίας τοποθετούνται μετάλλινοι δίσκοι ορισμένου βάρους
αρχ.
1. όγκος, μέγεθος
2. αφθονία, πλούτος
3. δύναμη
4. η σφοδρότητα, η βιαιότητα
5. η ένταση του τόνου των λέξεων
6. η βαρύτητα του τόνου στη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς το επίθ. βαρύς υπάρχει το ουσ. βάρος, το οποίο παράγεται από τη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας gwer «βαρύς» (αντί βέρος), αναλογικά προς το βαρύς και κατά το πρότυπο άλλων ζευγών λέξεων (πρβλ. θαρσος-θαρσύς). Ως απλή απαντά η λ. αρχικά στον Ηρόδοτο και τον Αισχύλο, ενώ παράλληλα χρησιμοποιήθηκε και ως β' συνθετικό πολλών επιθέτων της αρχαίας και λιγότερων της νέας Ελληνικής με τη μορφή -βαρής.
ΠΑΡ. αρχ. βαρύλλιον
νεοελλ.
βαρίδι.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. βαρογράφος βαροδέκτης, βαρόμετρο, βαροσκόπιο, βάροσμος
(Β' συνθετικό) αβαρής, ανισοβαρής, ανομοιοβαρής, ετεροβαρής, ισοβαρής, οινοβαρής, ολιγοβαρής, ομοιοβαρής, υπερβαρής
αρχ.
αιμοβαρής, αμφιβαρής, ανδροβαρής, βυσσοβαρής, γαστροβαρής, γυιοβαρής, δουριβαρής, επιβαρής, θυμοβαρής, καταβαρής, καρηβαρής, κεφαλοβαρής, νεκροβαρής, νοσοβαρής, οξειοβαρής, οξοβαρής, οπισθοβαρής, παντοβαρής, στερροβαρής, τετραβαρής, φλοιοβαρής, χαλκοβαρής, χειροβαρής νεοελλ. αμφοτεροβαρής, εμπροσθοβαρής, κεντροβαρής, λιποβαρής, μεικτοβαρής].