βασίζω

From LSJ
Revision as of 07:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

Ι. 1. στηρίζω κάτι σε ορισμένη βάση, θεμελιώνω
II. (-ομαι)
1. στηρίζομαι σε κάποια εγγύηση
2. έχω ελπίδα, πεποίθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βάσις(-η). Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)].