βιβλιοφόριον
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
English (LSJ)
τό,
A book- or letter-case, AB 314.
German (Pape)
[Seite 444] τό, Bücherbehälter, B. A. 314.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιοφόριον: τό, θήκη βιβλίων ἢ ἐπιστολῶν, Α. Β. 314.
Spanish (DGE)
-ου, τό caja para guardar libros, AB 314.5.
Greek Monolingual
βιβλιοφόριον, το (Α)
θήκη βιβλίων ή επιστολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + -φοριον < -φορον < φέρω (πρβλ. αρτοφόριον, ωμοφόριον)].