βιβλιοσκώληξ

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. το σκουλήκι που καταστρέφει τα βιβλία
2. μανιώδης φίλος των βιβλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + σκώληξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Αλέξ. Φιλαδελφέα].