βάφτισμα

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

το (AM βάπτισμα, Μ και βάπτισμαν)
το μυστήριο του βαπτίσματος, η θεοσύστατη πράξη κατά την οποία ο βαπτιζόμενος βυθίζεται τρεις φορές στο αγιασμένο νερό, στο όνομα της Αγίας Τριάδος και εισέρχεται στους κόλπους της Εκκλησίας
νεοελλ.
1. η χάρη που μεταδίδεται με το μυστήριο του βαπτίσματος
2. το μύρο με το οποίο χρίεται ο βαπτιζόμενος
3. η συμμετοχή για πρώτη φορά σε πολεμικές ή άλλες επιχειρήσεις («το βάφτισμα της φωτιάς», «το βάπτισμα του πυρός»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βάφτισμα < βάπτισμα < βαπτίζω.