βρωμολόγος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A foul-mouthed, Luc.Pseudol.24.
German (Pape)
[Seite 467] Stinkreden führen, Luc. Pseudol. 24.
Greek (Liddell-Scott)
βρωμολόγος: -ον, ὁ βρωμεροὺς λόγους λέγων, αἰσχρολόγος, Λουκ. Ψευδολ. 24.
Spanish (DGE)
-ον
de habla fétida palabra ridiculizada por Luc.Pseudol.24.
Greek Monolingual
βρωμολόγος, -ον (Α)
αυτός που λέει βρόμικους λόγους, ο αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρώμος (II) + -λογος < λόγος.