γιαγιά

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek Monolingual

και υποκορ. γιαγιάκα, η
1. η μητέρα του πατέρα ή της μητέρας
2. (ως προσηγορία ηλικιωμένων γυναικών γενικά) σεβαστή γριούλα
3. (σπάν.) η αδελφή της γιαγιάς, η μεγάλη θεία
4. φρ. «μεγάλη γιαγιά ή προγιαγιά» — η μητέρα της γιαγιάς, η προμάμμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της παιδικής γλώσσας (πρβλ. αρχ. μάμμη)].