γιαγιά
From LSJ
Greek Monolingual
και υποκορ. γιαγιάκα, η
1. η μητέρα του πατέρα ή της μητέρας
2. (ως προσηγορία ηλικιωμένων γυναικών γενικά) σεβαστή γριούλα
3. (σπάν.) η αδελφή της γιαγιάς, η μεγάλη θεία
4. φρ. «μεγάλη γιαγιά ή προγιαγιά» — η μητέρα της γιαγιάς, η προμάμμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της παιδικής γλώσσας (πρβλ. αρχ. μάμμη)].