γλανίδι

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source

Greek Monolingual

το (Α γλανίς και γλάνις, η)
ονομασία του ψαριού Παρασίλουρος ο αριστοτέλειος
νεοελλ.
γλανός, γουλιανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. γλανίδι είτε απ' ευθείας < γλανίς, γλάνις είτε < υποκορ. γλανίδιον (< γλανίς, γλάνις). Με τη σειρά του το γλανίς, γλάνις προήλθε < αρχ. γλάνος «ύαινα», ονομασία που οφείλεται πιθ. στην αδηφαγία αυτού του ψαριού].