δαϊκτήρ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A slayer, murderer, of Ares, Alc.28. 2 as Adj., heart-rending, γόος A.Th.916 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 514] ῆρος, ὁ, γόος, herzzerreißende Trauer, Aesch. Spt. 899.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰϊκτήρ: ῆρος, ὁ, φονεύς, ὁ φονεύων ἐπὶ τοῦ Ἄρεως, Ἀλκαῖ. 20 Ahr. 2) ὡς ἐπίθ., σπαράσσων, φθείρων, γόος Αἰσχύλ. Θήβ. 916· πρβλ. δαϊκτής, δαΐκτωρ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
déchirant (gémissement).
Étymologie: δαΐζω.
Spanish (DGE)
-ῆρος
desgarrador, γόος A.Th.916
•c. gen. τῆς καρδίας μου Sch.A.Supp.798.
Greek Monolingual
δαϊκτήρ (-ῆρος), ο (Α) δαΐζω (Ι)]
1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη)
2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ).