δασόφυτος

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για τόπους) αυτός που καλύπτεται από δάση («δασόφυτες εκτάσεις, δασόφυτη πλαγιά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + -φυτος < φυτός «φυσικός» < φύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].