δαχτυλιά

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source

Greek Monolingual

η
1. το ίχνος ή το αποτύπωμα ακάθαρτου δακτύλου («μια δαχτυλιά στο τετράδιο»)
2. το δακτυλικό αποτύπωμα, το δακτυλόγραμμα
3. η ποσότητα πυκνόρρευστης ουσίας που μπορεί να συγκρατήσει ο δείκτης του χεριού («μια δαχτυλιά μέλι»)
4. ποσότητα υγρού μέσα σε ποτήρι ή σκεύος όσο το πάχος ενός δακτύλου («μια δαχτυλιά κρασί»).