δεσποτίδιον

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

τό, Dim. of δεσπότης, Aristaenet.1.24.

German (Pape)

[Seite 551] τό, dim. zum vor., Aristaen. 1, 24.

Greek (Liddell-Scott)

δεσποτίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δεσπότης, Ἀρισταίν. 1. 24.

Spanish (DGE)

-ου, τό
dim. de δεσπότης amito en sent. erót. ὦ ἐμὸν δ. Aristaenet.1.24.32.

Greek Monolingual

δεσποτίδιον, το (Α)
ο μικρός κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του δεσπότης.