διακαθαίρω

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

aor.part.

   A -άρας IG11(2).287 A79:—purge thoroughly, Ar.Ec.847, Pl.R.399e, Apollod.3.6.7; κρουνούς IG l.c.; ἅλωνα Ev.Luc.3.17: metaph., [φιλοσοφία] τέχνας δ. Iamb.Comm.Math.16; τινὰ τοῦ αἰσχροῦ ὀνόματος Procop.Goth.1.4:—Med., of one's own stock, Pl.Lg.735c.    II prune, Thphr.HP2.7.2 (Pass.); δένδρα Ph.2.207.

German (Pape)

[Seite 580] durch u. durch, ganz reinigen, Plat. Rep. III, 411 u. öfter; τὰ τῶν γυναικῶν τρυβλία, in obscönem Sinne, Ar. Eccl. 847; bes. = Bäume verschneiden u. ausschneiden, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

διακᾰθαίρω: μέλλ. -ᾰρω, καθαρίζω, ἐντελῶς ἐξαγνίζω, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 847, Πλάτ. Πολ. 399Ε· ― ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. Νόμ. 735C. ΙΙ. κλαδεύω, Θεόφρ. Ι. Φ. 2. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

1 purifier, purger à fond;
2 émonder;
Moy. διακαθαίρομαι purifier complètement.
Étymologie: διά, καθαίρω.

Spanish (DGE)

(διακᾰθαίρω) I 1purgar a fondo, limpiar medic. τά τε αἰδοῖα καὶ τὰ ἕλκεα Hp.Mul.1.64, τὴν σύριγγα Hp.Fist.4, τὸ ὀστέον Hp.Morb.2.23, τὰ στόματα τῶν φλεβῶν Hp.Vict.2.56, (τὸ οὖς) διακαθαίρειν δὲ εἰρίῳ limpiar (el oído) con lana Hp.Epid.5.66, 7.63
gener. τὰ τῶν γυναικῶν ... τρύβλια Ar.Ec.847, τοὺς κρουνοὺς ... τοὺς ἐν τῇ σκηνῇ IG 11(2).287A.79 (Delos III a.C.), ἅλωνα Eu.Luc.3.17, διεκάθαιρε τὴν βάσιν τῆς οἰκοδομίας Agath.1.10.3
purificar por completo πόλιν Pl.R.399e, τὰς ἀκοάς Apollod.3.6.7, τὴν γινομένην βαρύτητα Chrys.Scand.7.22
en v. med. depurar ἄν τις τὰ ὑπάρχοντα μὴ διακαθαίρηται Pl.Lg.735c, τὰ δὲ νέα σπέρματα ... διακαθαίρεται Petr.I Al.Fr.M.18.513B
fig. φροντίδος ... τὸ λογιστικὸν καὶ πρακτικὸν ... διακαθαιρούσης Plu.2.788b, θεωρητικὰς τέχνας Iambl.Comm.Math.16, αὐτὸν διακαθᾶραι τοῦ αἰσχροῦ ὀνόματος Procop.Goth.1.4.6, en v. pas. διακαθαιρόμεναι αἰσθήσεις sensaciones purificadas Pl.R.411d.
2 de árboles y plantas escamondar, podar Thphr.HP 2.6.5, 7.2, Ph.2.207, PStras.872.8 (III d.C.), en v. pas. ἡ διακαθαρθεῖσα γῆ Str.14.6.5.
II sólo fig.
1 aclarar, explicar δ. ... οἷα Λακεδαιμόνιοι κακὰ πεπόνθασιν Diog.Oen.23.11, δ. τῷ λόγῳ τὸν πλοῦτον Chrys.M.61.292.
2 ordenar, arreglar en v. pas. μήτε τῇ τάξει μήτε τῇ φράσει διακεκαθαρμένοι Clem.Al.Strom.6.1.2
despejar τὰ ἐμποδών Clem.Al.Strom.5.1.11.

English (Thayer)

(διακαθαρίζω) future διακαθαριω (Buttmann, 37 (32); Winer s Grammar, § 13,1c.; WH s Appendix, p. 163); to cleanse thoroughly, (Vulg. permundo): τήν ἅλωνα, T WH etc. διακαθᾶραι, which see). (Not found in secular authors, who use διακαθαίρω, as τήν ἅλω, Alciphron, epistles 3,26.)

Greek Monolingual

διακαθαίρω και διακαθαρίζω (AM) καθαιρώ
1. καθαρίζω
2. εξαγνίζω εντελώς
3. κλαδεύω
4. (για συγγράμματα, κείμενα, λόγους) επεξεργάζομαι το τελικό στάδιο, δίνω την τελική μορφή
5. μέσ. διακαθαίρομαι
καθαρίζω κάτι από τα πράγματά μου, από τα υπάρχοντά μου.