διαφώτιστος
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ημιδιαφανής
2. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το διαφώτιστο
ιδιότητα τών διαφώτιστων σωμάτων.
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
-η, -ο
1. ημιδιαφανής
2. φυσ. το ουδ. ως ουσ. το διαφώτιστο
ιδιότητα τών διαφώτιστων σωμάτων.