δικελλευτής

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
cavador, azadonero, PCair.Zen.788.20, 21, 23 (III a.C.).

Greek Monolingual

δικελλευτής, ο (AM)
αυτός που σκάβει με το δικέλλι, ο σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. για το δικελλίτης].