δυσγοήτευτος
From LSJ
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
ον,
A hard to seduce by enchantments, Pl.R.413e.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu betrügen, Plat. Rep. III, 413 e.
Greek (Liddell-Scott)
δυσγοήτευτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐξαπατώμενος διὰ γοητείας, Πλάτ. Πολ. 413E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à tromper par du charlatanisme.
Étymologie: δυσ-, γοητεύω.
Spanish (DGE)
-ον de pers. que no se deja seducir Pl.R.413e.
Greek Monolingual
δυσγοήτευτος, -ον (Α)
αυτός που παρασύρεται δύσκολα από γοητείες.