δωμάτιο

From LSJ
Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

το (AM δωμάτιο) δώμα
καθένας από τους χώρους στους οποίους χωρίζεται το εσωτερικό σπιτιού
νεοελλ.
ναυτ. μεγάλος θάλαμος πλοίου που χρησιμεύει ως κοιτώνας τών κατώτερων βαθμοφόρων
αρχ.-μσν.
στον πληθ. δώματα
ταράτσες σπιτιού
αρχ.
1. κατοικία
2. κοιτώνας σπιτιού.