ἐγέρσιμος
English (LSJ)
ον,
A from which one wakes, ὕπνος, opp. the sleep of death, Theoc.24.7.
German (Pape)
[Seite 703] ον, erweckbar, ὕπνος, woraus man wieder erwacht, Ggstz des Todtenschlafes, Theocr. 24, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγέρσῐμος: -ον, ἐξ οὗ τις ἐγείρεται, ὕπνος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ὕπνον τοῦ θανάτου, Θεόκρ. 24.7· οὕτω καὶ ἐγερτός, ἐγερτὸς πᾶς ὕπνος Ἀριστ. π. Ὕμν. 1.12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont on peut se réveiller.
Étymologie: ἐγείρω.
Spanish (DGE)
(ἐγέρσῐμος) -ον
de lo que uno se despierta o levanta γλυκερὸν καὶ ἐγέρσιμον ὕπνον Theoc.24.7, ἐγέρσιμον ὕπνον de la muerte de Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.20.9, cf. 21.14
•subst. ne tu ... desipis admodumque perspicui operis ἐγέρσιμον noscens, creperum satis Mart.Cap.1.2, cf. 9.911.
Greek Monolingual
ἐγέρσιμος, -ον (AM)
«ἐγέρσιμος ὕπνος» — ο ύπνος από τον οποίο σηκώνεται, ξυπνάει κανείς (σε αντίθεση με τον ύπνο του θανάτου).