εγχειρίζω
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
Greek Monolingual
(AM ἐγχειρίζω)
δίνω στο χέρι, εμπιστεύομαι, αναθέτω, παραδίνω («ἐνεχείρισε τὸ βρέφος»)
μσν.- νεοελλ.
εγχειρώ
αρχ.-μσν.
αποδέχομαι κάτι που μού προσφέρεται
αρχ.
παραδίνομαι.