εκατόγχειρ
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Greek Monolingual
και εκατόγχειρος, ο, η (AM ἑκατόγχειρος, -ον και ἑκατόγχειρ, ο, η)
αυτός που έχει εκατό χέρια.