καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
ἐλλοχῶ (-άω) (AM)
ενεδρεύω, παραμονεύω
αρχ.
είμαι γεμάτος («ἐλλοχᾱσθαι κακοῑς» — γεμάτος από κακά που θα ξεσπάσουν όπως αυτοί που ενεδρεύουν και είναι έτοιμοι να επιτεθούν).