ενδοσκοπώ

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. παρατηρώ, εξετάζω τον εσωτερικό κόσμο κάποιου, προσπαθώ να διεισδύσω στις σκέψεις ή στα συναισθήματα του
2. ιατρ. εξετάζω με τη βοήθεια ειδικών οργάνων, τών ενδοσκοπίων, το εσωτερικό ενός μέλους ή οργάνου του σώματος.