ενδημώ
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
Greek Monolingual
-έω (AM ἐνδημῶ, Α και δωρ. τύπος ἐνδαμῶ)
νεοελλ.
(για νόσους) είμαι ενδημικός
μσν.- νεοελλ.
φρ. «ἡ ἐνδημοῡσα Σύνοδος»
Σύνοδος τών αρχιερέων που παραμένουν στην Κωνσταντινούπολη και τών κοντινών μητροπόλεων, χωρίς αυστηρά καθορισμένο αριθμό και με διάφορες κατά καιρούς δικαιοδοσίες
αρχ.-μσν.
διαμένω μόνιμα σ' έναν τόπο.