ένυγρος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
-η, -ο (AM ἔνυγρος, -ον)
1. (για ζώα και φυτά) αυτός που ζει στο νερό, ένυδρος, υδρόβιος
2. υγρός, κάθυγρος, γεμάτος υγρασία
αρχ.
1. ο γεμάτος νερό, νερουλός
2. αστρολ. ο προορισμένος να ζημιωθεί στη θάλασσα.